Η Ελλάδα υπήρξε επί πολλές δεκαετίες χώρα «εξαγωγής» μεταναστών. Γι’ αυτό και το ελληνικό νομικό σύστημα είναι προσανατολισμένο στη διατήρηση των δεσμών του απόδημου ελληνισμού με τη μητρόπολη, κι όχι άδικα, αφού οι Ελληνες του εξωτερικού αποτελούν πλούτο για τη χώρα.
Στο πλαίσιο αυτό εγγράφεται και η συνταγματική πρόβλεψη για την ψήφο των αποδήμων, «με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο», εφόσον βέβαια ψηφιστεί από 200 βουλευτές ο σχετικός εφαρμοστικός νόμος.
Μια πρόβλεψη που υπάρχει εδώ και 15 χρόνια στο άρθρο 51 του Συντάγματος, χωρίς όμως ποτέ να εφαρμοστεί. Το ζήτημα της ψήφου των αποδήμων, εκτός από σημαντικές τεχνικές παραμέτρους (οι οποίες σε μια κορυφαία δημοκρατική διαδικασία δεν είναι ποτέ «τυπικές»), έχει και σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις.
Μετά τη μαζική φυγή του πιο δυναμικού, ίσως, τμήματος της ελληνικής κοινωνίας προς το εξωτερικό, εξαιτίας της ύφεσης και της τρομακτικής ανεργίας, που ακολούθησαν την κρίση και τα μνημόνια, το θέμα αποκτά νέες διαστάσεις.
Μιλώντας πια για «απόδημους» δεν αναφερόμαστε (μόνο) στους δεύτερης και τρίτης γενιάς απογόνους των μεταναστών της δεκαετίας του 1910-20 ή του 1950-60, αλλά (και) σε ανθρώπους που έφυγαν πρόσφατα από τη χώρα και διατηρούν ισχυρότερους δεσμούς και, κυρίως, υψηλότερο πολιτικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν.
Επίσης, η σύνθεση του απόδημου ελληνισμού είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των προηγούμενων δεκαετιών, καθώς –εκτός των ελληνικών παροικιών της Αμερικής, της Γερμανίας, της Αυστραλίας κ.λπ.– υπάρχει πια μια κρίσιμη μάζα Ελλήνων κατοίκων του εξωτερικού, με διαφορετικά χαρακτηριστικά, που διαβιοί υπό ένα αρκετά πιο «προσωρινό» καθεστώς, αλλάζοντας συχνά πόλεις ή και χώρες, στο πλαίσιο ενός ούτως ή άλλως πιο «παγκοσμιοποιημένου» περιβάλλοντος.
Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είναι εδώ και πολύ καιρό χώρα υποδοχής μεταναστών και προσφύγων, πολλοί από τους οποίους ζουν ήδη επί δεκαετίες ανάμεσά μας και μοιράζονται την καθημερινότητά μας.
Ολες αυτές οι παράμετροι συνθέτουν ένα πολιτικό σκηνικό σύνθετο και ένα δυνάμει εκλογικό σώμα πολυάριθμο (περίπου το 1/6 του συνόλου), πολλών ταχυτήτων και διαφορετικού βαθμού σύνδεσης με τα ελληνικά πολιτικά πράγματα.
Και, επομένως, γεννούν τα αναπόφευκτα ερωτήματα που αναζητούν λύση με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση: Ποιος πρέπει να αποφασίζει για τις τύχες αυτής της χώρας και, κατ’ επέκταση, καθενός από τους κατοίκους της;
Πρέπει λόγου χάριν να τεθεί ένα μέγιστο χρονικό όριο αποχώρησης από την Ελλάδα, πέραν του οποίου δεν θα πρέπει κάποιος να διευκολύνεται να ψηφίζει, αν δεν είναι πρόθυμος να κάνει το μεγάλο ταξίδι για την Ελλάδα;
Ή να απαιτηθεί η ύπαρξη ελάχιστων έστω βιοτικών συμφερόντων στην Ελλάδα (π.χ. περιουσίας) για την εγγραφή στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους;
Και μήπως η διεύρυνση του εκλογικού σώματος θα πρέπει να είναι αμφίπλευρη, περιλαμβάνοντας –εκτός από τους απόδημους Ελληνες– και τους επί μακρόν διαμένοντες στην Ελλάδα αλλοδαπούς;
Επίσης, πρέπει οι απόδημοι Ελληνες να εκπροσωπούνται ως τέτοιοι, εκλέγοντας έναν μικρό αριθμό δικών τους βουλευτών και με ποιους ποσοτικούς και ποιοτικούς κανόνες; Ή η ψήφος τους θα προσμετράται απλώς στο εθνικό ποσοστό κάθε σχηματισμού;
Οι προβληματισμοί αυτοί και οι πολιτικές συνέπειες κάθε πιθανής επιλογής είναι αναγκαίο να αποτελέσουν αντικείμενο δημόσιας σε βάθος συζήτησης. Πολλώ δε μάλλον που στην εφαρμογή τους ανακύπτουν σημαντικά τεχνικά, νομικά και οικονομικά ζητήματα, με κορυφαίο, ασφαλώς, το ζήτημα της διασφάλισης του αδιάβλητου της διαδικασίας και του σεβασμού της ισότητας της ψήφου.
Υπάρχουν ήδη παραδείγματα από άλλες χώρες που εφαρμόζουν αντίστοιχες διαδικασίες και, με δεδομένη την πολιτική βούληση ρύθμισης του θέματος, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν.
Προφανώς, όμως το ζήτημα αυτό –που επί 15 χρόνια έμεινε σε εκκρεμότητα, λόγω και μικροκομματικών υπολογισμών του τότε δικομματισμού– δεν αντιμετωπίζεται με «πυροτεχνήματα», σαν το εμφανώς προχειρογραμμένο σχέδιο που ετοίμασε, μαζί με τις βαλίτσες του, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης καθ’ οδόν προς την Αμερική, νομίζοντας ότι θα μοιράσει «καθρεφτάκια» στους ομογενείς.
Για ένα κορυφαίο θεσμικό ζήτημα εθνικής σημασίας όπως αυτό, πρέπει να προηγηθεί μια συλλογική και σε βάθος συζήτηση. Μια συζήτηση που, ιδανικά, πρέπει να ενταχθεί στον δημοκρατικό διάλογο για την εκ βάθρων αλλαγή του εκλογικού νόμου, τον οποίο έχει επιδιώξει και, σε κάθε περίπτωση, θα ξεκινήσει η κυβέρνηση.
efsyn.gr
* Γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών & Διοικ. Ανασυγκρότησης, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ