«Οι πληθυσμοί οι οποίοι πλήττονται από τη φτώχεια υποφέρουν όχι μόνον επειδή το εισόδημά τους είναι εξαιρετικά χαμηλό, αλλά και επειδή αντιμετωπίζουν πολλές και διαφορετικές δυσκολίες όσον αφορά την πρόσβαση σε πόσιμο νερό, σε μέσα μεταφοράς, σε ηλεκτρισμό, στην παιδεία, σε ιατρικές φροντίδες ή σε τραπεζικά δάνεια», συνέχισε ο Ζιενγκ Ουενκάι.
Μια πλειονότητα εξ αυτών κατοικεί σε υποβαθμισμένες περιοχές, συχνά σεισμογενείς ή με ιδιαίτερα προβληματικές υποδομές, γεγονός το οποίο «περιπλέκει τις προσπάθειες να μειωθεί η φτώχεια», πρόσθεσε ο ίδιος Κινέζος κυβερνητικός αξιωματούχος.
Μέσα σε τρεις δεκαετίες ανοιγμάτων, μεταρρυθμίσεων και οικονομικής φιλελευθεροποίησης, η Κίνα κατέγραψε μια ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη και εκθρόνισε το 2010 την Ιαπωνία, καταλαμβάνοντας εκείνη πλέον σταθερά τη δεύτερη θέση στην κατάταξη των ισχυρότερων οικονομιών παγκοσμίως.
Όμως στη χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον πλανήτη (1,36 δισεκ. άνθρωποι), το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕγχΠ) της Κίνας δεν έφθανε παρά μόνον τα 6.767 δολάρια πέρυσι, υπολειπόταν δηλαδή 13% εκείνου που καταγράφεται στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την κινεζική εφημερίδα Global Times.
Η όλο και πιο κατάφωρη αύξηση των ανισοτήτων στη χώρα θορυβεί τους ειδικούς, όπως και την ηγεσία του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος.
Σύμφωνα με μια μελέτη του Πανεπιστημίου του Πεκίνου που δημοσιεύτηκε φέτος, το 1% των πιο πλούσιων νοικοκυριών στην Κίνα ελέγχει περισσότερο από το ένα τρίτο του πλούτου στη χώρα. Ενώ στο κατώτερο τμήμα της πυραμίδας το 25% των φτωχότερων νοικοκυριών δεν διαθέτει παρά μόλις το 1% του κινεζικού πλούτου. Πηγή ΑΠΕ